- νυμφαίων
- νύμφαιονneut gen plνυμφαί̱ων , νυμφαῖοςoffem gen plνυμφαί̱ων , νυμφαῖοςofmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Νυμφαίων — Νύμφαιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ninfea — Imagen de un barco en la pared de un templo de Ninfea (siglo III a. C.). Para otros usos de este término, véase Nymphaea alba … Wikipedia Español
βαπτιστήριο — Η λέξη προέρχεται μάλλον από το baptisterium, τη μεγάλη δηλαδή δεξαμενή του λουτρού των ρωμαϊκών κατοικιών, που χρησιμοποιήθηκε πιθανότατα στις αρχές του χριστιανισμού για την τέλεση του μυστηρίου της βάπτισης. Τα πρώτα οικοδομήματα, που… … Dictionary of Greek